- αναγορεύω
- (Α ἀναγορεύω)απονέμω αξίωμα ή τίτλο δημόσια, ανακηρύσσωνεοελλ.1. κάνω μνεία, μνημονεύω, αναφέρω2. (ενεργ. και μέσ.) υπενθυμίζω3. διαβάλλω, κακολογώ, συκοφαντώαρχ.δίνω προσωνυμία σε κάποιον, χαρακτηρίζω, αποκαλώ.[ΕΤΥΜΟΛ. ἀν(α)-* + ἀγορεύω.ΠΑΡ. αναγορειά, αναγόρευμα, αναγόρευση(-ις), αναγορεύσιμος, αναγορευτής].
Dictionary of Greek. 2013.